αγγού ή έκπληξη σε σημείο διακοπής της σκέψης, όταν κανείς “μένει”. προέρχεται από τη λέξη αγγούρι, σαν να μένει κανείς ακίνητος σαν ξυλόγλυγογο.
αγορασάκ κοπέλα που χωρίς να το ξέρει συμπεριφέρεται με παραδοσιακά “αγορίστικο” τρόπο, αλλά δεν το καταλαβαίνει γιατί το μυαλό της δεν το συλλαμβάνει είτε λόγω χαζομάρας είτε μειωμένου ενδιαφέροντος.
αναρκικό ξώβυδο ένδυμα που πέφτει αδόκιμα από το σώματος, που έχει να δείχνει έντονα το στήθος της αλλά προσπαθεί παράλληλα να ταιριάξει στο φασαϊκο στυλ ένδυσης (βλ. φασαία).
αναρχοβασκός άνθρωπος ανεξαρτήτου γένους, που για λόγους κοινωνικού κύρους προβάλλει εικόνα αναρχικών πεποιθήσεων, την οποία όμως δεν υποστηρίζει με τις επιλογές και συνήθειες του. ωστόσο τείνει να γίνεται για προσέγγιση του γκομενέκιων.
αρχιδοσακούλα η ανδρική δομή των όρχεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άνθρωπο. συνώνυμο: αρχίδι, παπάρι.
γκραγκανια μαυριδεμένη, ηλιοκαμμένη.
γκιουλέμες εκτός της παραδοσιακής λεσβιακής συνταγής τηγανιτών τυροπιτακίων, περιγράφει ένα άτομο άχρηστο και ενοχλητικό, που δεν προσφέρει τίποτα.
γκινώνης ένας άλλος χαρακτηρισμός για το πέος (π.χ. στο γκινώνη μυρμούρη), ή ένας άνθρωπος που κάνει εν αγνοία του μαλακίες (π.χ. α ρε γκινώνη).
γκριπ γκαπ γκιπ δύο σημασίες: α. σε συνδυασμό συχνά με τη φράση “όλο μέσα” (π.χ. όλο μέσα γκριπ γκαπ γκιπ) υπονοούν μια έντονη πράξη, που γίνεται με μεγάλη προσπάθεια, ενέργεια και ένταση αντίστοιχο του 0-0-11 και β. ένα μέρος τόσο αποκομμένο απο τον πολιτισμό και με τόσο περίεργα βαμπι που δεν έχει καμία σχέση με τα τυπικά ελληνικά ονόματα.
δεντρολίβανο άτομο που είτε είναι είτε μοιάζει nonbinary, πιθανώς θηλυκός άργος. χρησιμοποιείται με το άρθρο το μπροστά (π.χ. καλά έβαψες και το μαλλί μπλε τύπου είσαι ρε όμο το δεντρολίβανο).
δεντρολιβαναρία άνθρωποι που δηλώνει μεγάλο σνα του τραγουδιού και το κάνει μεγάλο μέρος της προσωπικότητάς του (βλ. Μαρίνα). συνώνυμο: εγγεγλιωρος.
ζορίκλας ο άνθρωπος που όπως υποδηλώνει και το όνομα είναι δύσκαλο, δυσκολεύεται σε απλές πράξεις, δύσκαμπτος.
ζουμπίτζα κοπέλα, συνήθως χρησιμοποιείται υποτιμητικά.
ζωσποτίστρα αυτό που δεν βρωμάει, κώμα (π.χ. οι ζωσποτίστρες οι ζωσποτιστρες).
ίστριζα ότι μιλά σοτα λαλιά, το βούλωσε.
καυλομαχαγω-ώ καυλεντίνα, φλερτάρω με επιθετικό τρόπο.