τάιγκα άτομο που βάζει τραγούδια για όλη τους τη διάρκεια, ακόμη και αν αυτά έχουν φτάσει σε σημείο που έχουν πλέον χάσει το ενδιαφέρον τους.
τζιτζιφιόγκος άνδρας, μάλλον μετρίου αναστήματος και συχνά παχουλός, που ντύνεται με δαπίτικο μάλλον τρόπο, καταλήγοντας να φαίνεται μεγαλύτερος από την ηλικία του και εν τέλει, φλώρος. συνώνυμα: βουτυροχλεχλές, καρεκλάτος.
τζιώρας αυτός που προσπαθεί να κάνει κάτι στο οποίο δεν είναι καλός, παρ' όλα αυτά έχει την εντύπωση ότι είναι πολύ καλός, προκαλώντας δυσχέρεια στους γύρω του. συνώνυμα:
τζόκερ κοινωνικα αβολος edgelord που ταυτιζεται με τον τζόκερ από την σειρά κόμικ / ταινιών Batman, και κυριότερα την ομόνυμη ταινία του 2019 με τον Joaquin Phoenix.
τραχανοπλαγιάς άνθρωπος που δεν διαθέτει πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με αποτέλεσμα να λαμβάνει ηλίθιες αποφάσεις, προκαλώντας τη δυσχέρεια των άλλων, παρ' όλα αυτά δεν έχει κακό σκοπό στις πράξεις του. συνώνυμα: τραγοστραβουλιάρης, αετοπουτίγκας, μούκας, μπουφογέρακας.
τριάρι ηπειρώτικη έκδοση του τρολαρίσματος, ψέμα.
τριμπού συντόμευση της λέξης τριμπούρδελο, υποδηλώνει κάποια πολύ χαοτική και έντονη κατάσταση, συχνά σωματική και ψυχική παράλληλα (π.χ σήμερα θα πιούμε και θα γίνουμε τριμπού).
τρόξο κάποιος που κάνει κάποια συνήθως αστεία, ηλίθια πράξη (π.χ ά ωρέ τρόξο).
τσίμπος συντόμευση της λέξης τσιμπούκι, πεολειχία.
τσότσο το λαγκάρισμα, η έκπληξη σε σημείο διακοπής της εγκεφαλικής λειτουργίας (π.χ. έπαθα τσότσο με αυτό που μου είπες).
τσόφλι άνθρωπος που δίνει πολλή σημασία σε εξωτερική εμφάνιση, ντύσιμο, ίνσταγκραμ και λοιπά, όμως μια απλή συζήτηση μαζί του φαίνεται λες και μιλάει κανείς με μπογιά τοίχου. κενός, ανυπόστατος.
τυρομούνα άγαμη κοπέλα που λόγω της αγαμίας και της έλλειψης οργασμών της αποτελεί ένα πολύ ξινισμένο και κακό στοιχείο.
φασαία κοπέλα (αρσενικό: φασαίος) που ανήκει στην κατηγορία των εναλλακτικών, και προτιμά μαγαζιά και τρόπους λοιπής διασκέδασης που ταιριάζουν στη "φάση της" (π.χ. Χασάν, Θησείο, για τα γιάννενα Καφείνα, Μπίτνικ). Παλιότερα, είχε αρνητική αποκλειστικά σημασία αλλά τα νεότερα χρόνια χρησιμοποιείται συχνά μεταξύ σοβαρού και αστείου σαν μη ειρωνικός χαρακτηρισμός alternative ατόμων.
φιλόξενη μαζεμένη κοπέλα που εν δυνάμει θα μπορούσε να ανήκει στην queer κοινότητα, αλλά δεν το έχει πεί σε κανέναν. χρησιμοποιείται για λόγους διακριτικότητας.
φλωράγγουρας άνθρωπος μαζεμένος, δύσκαμπτος και φλώρος.
φουέγκο κάτι πολύ ενδιαφέρον και διασκεδαστικό, κάτι καλό. πολύ συχνά χρησιμοποιείται με την αρνητική του έννοια (π.χ. καμιά φορά η φάση δεν είναι και πολύ φουέγκο).
χαζοβιόλα εναλλακτική κοπέλα που δεν της κόβει και πολύ. μάλλον παίζει κάποιο έγχορδο μουσικό όργανο.
χιπ χοπ κάτι πολύ ενδιαφέρον και κουλ, αντίστοιχο του φουέγκο αλλά λιγότερο "ενεργητικό", χρησιμοποιείται αντίστοιχα (π.χ. πολύ χιπ χοπ η φάση).
χλαμούτζα το μπάζο που σου σπάει τα νεύρα, ενοχλητικός άνθρωπος.
ψωλιάζω κρυώνω πάρα πολύ, οι ετυμολόγοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από τις ρώγες που διαστέλλονται με αποτέλεσμα να παραπέμπουν στην αντίστοιχη λειτουργία του πέους.
ψωλοκοπάνας άνθρωπος που δεν τον νοιάζει τίποτα και ασχολείται ολημερίς με την ρυθμική κίνηση (κοπάνημα) του πέους του (αν και χρησιμοποιείται και για άτομα χωρίς πέος).