λογοτιμήτης άνθρωπος που ακούει ελληνική ραπ (κυριότερα το συγκρότημα Λόγος Τιμής), ακολουθεί ή/και ανεβάζει ποστ στο λογαριασμό athensfinest στο ίνστα, και ενδιαφέρεται ερωτικά για ανήλικες φασαίες.
κλαρινομαγεία η εμπλοκή ενός κλαρίνου σε κάποια μορφή μαγείας ή μαντείας (π.χ. όταν κανείς κρατάει το μεταλλικό "καπάκι" κουτιού μπύρας, ice tea και λοιπών ποτών, που κουνώντας το λέγοντας παράλληλα την αλφαβήτα, έχει σπάσει στο αρχικό γράμμα του γκόμενου που αποζητούσε η εν λόγω γκόμενα. πολλές μάλιστα το φόραγαν στο λαιμό ή το είχαν στα κλειδιά - κασετίνα - τσάντα.)
κλαρίνο άνθρωπος που προτιμάει "βασικά" μαγαζιά και κλαμπ, ναργιλέδες και Οικονομόπουλο.
καυλώστρα άτομο που προκαλεί κάυλα στους γύρω του.
κοινωνική (social) κάμπια το αντίθετο της κοινωνικής πεταλούδας, άτομο που είναι κοινωνικό με τόσο ενοχλητικό τρόπο που όλοι θέλουν να το σκοτώσουν.
κουλτουρογαμιόλα γυναίκα, συνήθως στην κατηγορία τη φασαίας, που δίνει εξίσου έμφαση στην κουλτούρα (π.χ. ψαγμένες ταινίες, μουσική, μπλογκ ποίησης στο ταμπλρ) αλλά και στην μπουρδελίαση (σεξουαλικής ή μη φύσεως).
κρεατόβεργα το πέος.
κωλομπαροχτυπητήρι κοπέλα συνήθως νεαρής ηλικίας κλαρίνο, που χτυπάει τον κώλο της σε κωλόμπαρα.
λαλά άνθρωπος που δεν διατηρεί επαφή με το περιβάλλον, δεν καταλαβαίνει τίποτα και είναι μάλλον ελαφρόμυαλος, με αποτέλεσμα φαίνεται στους γύρω του τρελός.
λεκόκ οταν τρως πούτσα απο την ζωή.
λεσβιάθαν λεσβιακό κρυπτίδιο.
μάντρα μάντισσα, κυρίως χαρτομαντείας (π.χ. είδες που βγήκαν τα χαρτιά; το ψυχανεμίστηκε η μάντρα).
μαρμάγκα η μεγάλη επικίνδυνη αράχνη - ενίοτε χρησιμοποιείται σαν βρισιά ("τι θες ρε μαρμάγκα") ή για να χαρακτηρίσει επικίνδυνη και βλοσυρή γυναίκα ("είναι μια μαρμάγκα αυτή").
μεριάςμαλάκας στα ροδοτοπίτικα.
μισαλλόδοξη κυριολεκτικά σημαίνει άτομο που τρέφει μίσος προς άλλες ιδεολογίες - εδώ η σημασία της λέξης είναι υποτιμητική, αλλά με ευχάριστο τρόπο, κάτι που θα πει κανείς στη θέση του "ρε μαλακα" ("μωρή μισαλλόδοξη").
μούκας ο χαζός σε σημείο εκνευρισμού άνθρωπος. συνώνυμα: τραγοστραβουλιάρης, αετοπουτίγκας, μούκας, μπουφογέρακας.
μπαχαλοσατανίζομαι δύο σημασίες: α. ενθουσιάζομαι, αγαλλιάζω με κάτι που βιώνω (π.χ. αυτή η κρέπα ήταν τέλεια, μπαχαλοσατανίστηκα) και β. χορεύω - χτυπιέμαι με μάλλον ανορθόδοξο τρόπο, χωρίς να με νοιάζει διότι περνάω πολύ καλά. βλ. μπαχαλοσατανίστρια.
μπαχαλοσατανίστρια άτομο (κυρίως θηλυκού γένους) που είναι συνήθως queer, φασαία και αριστερίζουσας ιδεολογίας. προτιμά άραγμα σε πάρκα καπνίζοντας στριφτά καρέλια, ακρόαση "ιδιαίτερης" μουσικής (όπως τέκνο) και κωλοχτύπημα σε εναλλακτικά μπαρ.
μπαχράτσας αυτός που βαριέται να κάνει πράγματα, διότι βρίσκεται σε κατάσταση σταρχιδισμού. συνώνυμα: μουνίκακας, βαργιόλης.
μπεγλεροπαίχτης κάποιος που μονίμως βρίσκεται σε κατάσταση σταρχιδισμού, που δεν κάνει τίποτα με τη ζωή του παρά να ξύνεται, χωρίς να ξέρει και το θέλει να κάνει στο μέλλον. κάποιος που πετάει χαρταετό. συνώνυμα: μπεγλεροτεχνίτης, μπεγλερίστας.
μπούμερ πενηντάρηδες και άνω άνθρωποι που διατηρούν συντηρητικές απόψεις και ποστάρουν ακόμα στο Facebook.
ντάγκλαρι η κατάσταση κούρασης και μη επαφής με τον κόσμο, το μπέτωμα.
ντατσκανάρ χωριάτης και χαζός άνθρωπος, δεν ξέρει να συμπεριφέρεται γιατί δεν έχει τα απαραίτητα εγκεφαλικά κύτταρα. η ετυμολόγοι θεωρούν ότι η λέξη μπορεί να προέρχεται απο τη λέξη ντάτσουν (βλ. πέτρος ο παλιατζής).
ντιτζειλίκι αυνανισμός μουνιού, διότι η κίνηση παραπέμπει στην κίνηση - σκρατσάρισμα των DJs.
ούι γιαννιώτικο επιφώνημα, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να εκφράσει έκπληξη, δυσανασχέτηση, ενθουσιασμό και γενικά κάποιο πιο έντονο συναίσθημα.
πατζαροκόφτης ο ψεύτης. συνώνυμο: φιδέμπορας.
παπαροζούμης αδιάφορος και αντιπαθής άνθρωπος.
παραβιαστικουλης άνθρωπος, ανεξαρτήτως φύλου, που εμφανίζει συμπεριφορές που ενώ (θα έπρεπε να) είναι τουλάχιστον κοινωνικά κατακριτέες, φέρουν ακριβώς τόση βαρύτητα για να μπορούν να τον χαρακτηρίσουν παραβιαστικούλη, αντί του πλήρους όρου παραβιαστικός.
παρτσακλό κάποιος πολύ ατσούμπαλος περίεργος άνθρωπος.
πεφτούλω κοπέλα με έντονη επιθυμία ζευγαρώματος, που προσεγγίζει πολλά άτομα με συνήθως επιθετικό μάρκετινγκ.
πισινοτράγουδο ενεργητικό genre ξένης και ελληνικής μουσικής, που κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000-2010 ήταν πολύ δημοφιλές σε παραθαλάσσια resort με (συνήθως) πισίνες.
πουτσοπαρακαλιάρα άνθρωπος συνήθως θηλυκού γένους, που επιζητά διακριτικά το ανδρκό μόριο, "παρακαλώντας" όμως για αυτό χωρίς να ξεκαθαρίζει άμεσα το τι θέλει.
πρεζόκρασο φτηνό κρασί (συνήθως κάτω των 5 ευρώ) που αγοράζεται από περίπτερο και μετά την πόση του οδηγεί σε δυνατό και κακό μεθύσι και συνήθως ξερατό.
πρεζακοκοπανκιό/πρεζοπανκιό το άτομο με εξωτερική εμφάνιση που παραπέμπει σε πανκ ιδεολογία, που κάνει κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών με αποτέλεσμα να χάνει από το κουλ παρουσιαστικό του.
σβαρδαλιό η πράξη που γίνεται πολύ απότομα, βιαστικά και ατσούμπαλα με συχνά κακό αποτέλεσμα.
σκύλος πέραν του ζωντανού, χρησιμοποιείται από κάγκουρες για τα κοντινά τους άτομα. έχει έννοια ενός "σκληρού" και κούλ ατόμου με το οποίο ο εν λόγω καγκουρας έχει αδερφική σχέση αλλά κατά κοινή ομολογία πέφτει στην κατηγορία της κριντζ λέξης (π.χ. σκύλε μου σπάσε κακός είσαι).
σούτα κούπα σε ποτό στα Καστοριανά.
σταρχιδισμός η κατάσταση του να είναι κανείς στα αρχίδια του, η αδιαφορία με απώτερο σκοπό τη διατήρηση της ευτυχίας και ψυχικής υγείας. παράγωγο: σταρχιδιστής.
στραπατσαλιάζομαι πέφτω κάτω και χτυπάω πολύ. συνώνυμα: μπουρδουκλώνομαι, πεδικλώνομαι.
στουπί μεθυσμένος σε σημαντικό βαθμό. συνώνυμα: κροκόδειλος, γραβάτα, πούτσα, χώμα, μουνί, αεροπλάνο, σκνίπα, ώπα του / ώπα της, κούφωμα.
συντεχνία διακριτική κωδική ονομασία για λεσβιακές ερωτικές σχέσεις και συνευρέσεις (π.χ. καλέ πολύ ακουμπιούνται αυτές, λες να κάνουν καμιά, ξες, συντεχνία;).